Mαρία Μουτσάκη, Ο αχός της σιωπής

ISBN: 978-618-5010-47-8, σελίδες: 54, μέγεθος: 17x24εκ. Χρονολογία πρώτης έκδοσης: Νοέμβριος 2015

Μια ιστορία που συνέβη ή δεν συνέβη, κρυμμένη στη σιωπή, ξετυλίγεται μέσα από τα ποιήματα και τα συναισθήματα που αυτά αναδίδουν. Κάθε στιχούργημα αποτελεί ταυτόχρονα μια αυτόνομη οντότητα, αλλά κι ένα κομμάτι αυτής της ιστορίας.

Ο πρωταγωνιστής, το Τυχαίο με ένδυμα Πεπρωμένου (ή και το αντίστροφο), εμπλέκει στο παιχνίδι της ζωής δυο ανθρώπους: τον Άντρα που, παλεύοντας με τη λογική και τις ενοχές συντρίβεται μπροστά στον ίδιο του τον εαυτό και τη Γυναίκα – Πειρασμό που εμφανίζεται με πολλές από τις αρχετυπικές και συμβολικές μορφές της για να ταράξει, αλλά και να ταραχτεί.
Η παρτίδα τελειώνει, όχι όμως και το παιχνίδι. Θα επανέλθει -αιώνια επανέρχεται- με άλλη μορφή και άλλους τρόπους.
Η ιστορία κλείνει έτσι ακριβώς όπως άρχισε…
Την έκδοση κοσμούν ζωγραφικά έργα του Απόστολου Κουρσοβίτη (Κουρσό).

Η Μαρία Μουτσάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη, όπου έμαθε κι αγάπησε τις ρίμες και τον έμμετρο λόγο. Σήμερα ζει με την οικογένειά της στη Θεσσαλία και εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση.
Αγαπημένη ενασχόληση της είναι να γράφει στιχάκια και μέγιστη χαρά όταν κάποια απ’ αυτά μελοποιούνται και μετουσιώνονται σε τραγούδι..
O Αχός της σιωπής είναι η πρώτη της οργανωμένη ποιητική απόπειρα. Κι ενώ η στιχουργική είναι γι’ αυτήν ένας οικείος τόπος, μέσα στην ποίηση αισθάνεται σαν αμήχανος επισκέπτης.

***

ΑΝΤΡΑΣ

ΥΒΡΙΣ

Γεννήθηκα κάποτε από μια γυναίκα
και πεθαίνω τώρα μέσα σε μια άλλη.

Χρόνους εννιά -ή μήπως αιώνες-
σπαρταρούσα ζωντανός με ανάσα κομμένη,
μοναχικό αμφίβιο της χαράς και της θλίψης.
Ξεβρασμένος αδιάφορα σε φιλόξενους βράχους,
αλόγιστα ξοδεμένος
έφευγα πάντα αφήνοντας ίχνη,
λίγο αλάτι σε γούβες κρυφές να το δει αν περάσει.
Το ήξερα πως θα περάσει,
κουρασμένη απ το φως, διψασμένη,
αναζητώντας επίμονα το υφάλμυρο δάκρυ μου.

Και όταν της τό ’δωσα,
ένα ανύποπτο για θαύματα σούρουπο,
άρχισαν να ανοίγουν ένα ένα, όλα τα σκοτεινά της πέταλα
σ’ ένα χαμόγελο παιδικό,
τραβώντας με αθόρυβα σε σπήλαιο βαθύ
χωρίς χρόνο και τάξη,
χωρίς αρχή και τέλος.
Τέτοιο ήταν το σμίξιμό μας

Από τότε ανασαίνω αργά, υπόκωφα,
κουλουριασμένος γαλήνια μέσα στα αρχέγονα σπλάχνα της
χωρίς βιασύνες, χωρίς προσμονές, χωρίς φως.
Τυφλωμένος για πάντα.
Εξαίσια τιμωρημένος από ζηλόφθονο θεό
που αξιώθηκα το απόλυτο.

 

ΑΝΤΡΑΣ

ΚΑΘΗΛΩΣΗ

Με άδεια ζωή, ασήκωτη, στους ώμους φορτωμένος
τράβηξα τον ανήφορο που γυρισμό δεν έχει.
Κι ήσουν εκεί να σπαρταράς, με τη φωτιά στα μάτια
και τη δροσιά στα χείλια σου, φρεσκοκομμένο σύκο.
Μα τι να κλάψεις πιο πολύ, για τ’ όνειρο που φεύγει
ή για το ψέμα το πικρό, χολή μαζί και ξίδι.

Πάνω σε τούτο το σταυρό ανέβηκα μονάχος
δίχως ψυχή να αναπαυθώ, πνεύμα να παραδώσω,
μόνο το φως μιας αστραπής κι άρωμα απ’ τα μαλλιά σου,
που μια νυχτιά μου μύρωσαν τα πληγωμένα πόδια.
Και τι να κλάψεις πιο πολύ, για τ’ όνειρο που φεύγει
ή για το ψέμα το πικρό, χολή μαζί και ξίδι.

Μην καταριέσαι τα καρφιά και τα τραχιά μαδέρια.
Δεν είναι ’κείνα που άπονα το χάδι σου στερήσαν.
Τα μουδιασμένα χέρια μου, ’κείνα να βλαστημήσεις
που σαν προδώσαν τη ζωή, στο θάνατο κρυφτήκαν.
Κι ύστερα κλάψε πιο πολύ για τ’ όνειρο που θα ’ρθει,
πως μ’ ανασταίνεις την αυγή κι εγώ σ’ αρνιέμαι πάλι.

 

 

Δείτε Ακόμη